ἡγουμένους

ἡγουμένους
ἡγέομαι
go before
pres part mid masc acc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μοντεκασίνο, αβαείο του- — Αρχαίο ιταλικό μοναστήρι των βενεδικτινών στην επαρχία της Φροζινόνε (Λάτιο), στην κοινότητα Κασίνο, που έκτισε σε υψόμετρο 519 μ. ο Άγιος Βενέδικτος από τη Νόρτσια στη θέση ενός αρχαίου πύργου και ενός ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα· υπέστη… …   Dictionary of Greek

  • Joseph Barsabbas — Joseph Barsabas Pour les articles homonymes, voir Joseph. Cet article fait partie de la série Bible …   Wikipédia en Français

  • Joseph Justus — Joseph Barsabas Pour les articles homonymes, voir Joseph. Cet article fait partie de la série Bible …   Wikipédia en Français

  • Justus — Joseph Barsabas Pour les articles homonymes, voir Joseph. Cet article fait partie de la série Bible …   Wikipédia en Français

  • αρχιμανδρίτης — Ο προϊστάμενος της πνευματικής μάνδρας, δηλαδή ο ηγούμενος ενός μοναστηριού. Ο τίτλος αυτός δόθηκε για πρώτη φοράστους ηγούμενους των μοναστηριών της Μεσοποταμίας, που τα ονόμαζαν συνήθως μάνδρες. Από τα μοναστήρια αυτά, ο τίτλος μεταδόθηκε και… …   Dictionary of Greek

  • παράθεση — παράθεσις, ἡ, ΜΑ [παρατίθημι] 1. η τοποθέτηση δύο ή περισσότερων πραγμάτων κοντά κοντά 2. παραβολή, σύγκριση 3. (σχετικά με φαγητά) προσφορά, σερβίρισμα (α. «παράθεση γεύματος» β. «ἔδωκεν ἐν αὐταῑς ἡγουμένους καὶ παραθέσεις βρωμάτων», ΠΔ) 4.… …   Dictionary of Greek

  • περιβολή — η, ΝΜΑ [περιβάλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιβάλλω και περιβάλλομαι, περίφραξη, περιτριγύρισμα (α. «η περιβολή τού κτήματος με τοίχο» β. «η περιβολή τού οχυρού με τάφρο») νεοελλ. φρ. α) «περιβολή κρυστάλλου» (ορυκτ.) σύνηθες και… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεπιστάτης — και πρωτοεπιστάτης, ο, Ν εκκλ. ο προϊστάμενος τών επιστατών, ο πρώτος από τους τέσσερεις ηγουμένους επιστάτες τού Αγίου Όρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + επιστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”